σπογγιά

σπογγιά
σπογγ-ιά (also [full] σφογγιά, Ar.Ra.482,487), [dialect] Ion. [full] σπογγιή, ,= σπόγγος,
A sponge, Ar. ll.cc., Arist.HA616a24, Aret.SD1.10;

σπογγιᾶς μαλακώτερον τὸ πρόσωπον Com.Adesp.125

; σπογγιᾶς ἔπαινος, said of a toper, Aeschin.2.112. (οἱ Ἀττικοὶ τὴν σπογγίαν σπογγιάν ([etym.] καλοῦσι) Greg.Cor.p.148 S., cf. Suid.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σπογγιά — σπογγιά̱ , σπογγιά sponge fem nom/voc/acc dual σπογγιά̱ , σπογγιά sponge fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπογγία — σπογγίᾱ , σπογγίας masc nom/voc/acc dual σπογγίας masc voc sg σπογγίᾱ , σπογγίας masc voc sg (attic) σπογγίᾱ , σπογγίας masc gen sg (doric aeolic) σπογγίας masc nom sg (epic) σπογγίον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπογγιᾷ — σπογγιά sponge fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπογγία — η, ΝΜΑ, και σπόγγια Ν, και αττ. τ. σπογγιά και ιων. τ. σπογγιή Α νεοελλ. ζωολ. γένος δημοσπόγγων που περιλαμβάνει τους περισσότερο γνωστούς «μαλακούς» εμπορεύσιμους σπόγγους με πιο κοινό είδος το Spongia officinalis, αλλ. ευσπογγία μσν. αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • σπογγίᾳ — σπογγίαι , σπογγίας masc nom/voc pl σπογγίᾱͅ , σπογγίας masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπογγιᾶι — σπογγιᾷ , σπογγιά sponge fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπογγιάν — σπογγιά̱ν , σπογγιά sponge fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπογγιάς — σπογγιά̱ς , σπογγιά sponge fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπογγίας — σπογγίᾱς , σπογγίας masc acc pl σπογγίᾱς , σπογγίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπογγιαῖς — σπογγιά sponge fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπογγιαί — σπογγιά sponge fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”